- καλαποδάς
- ο изготовитель сапожных колодок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλαποδάς — ο αυτός που κατασκευάζει καλαπόδια: Το επάγγελμά του είναι καλαποδάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλαποδάς — ο [καλαπόδι] τεχνίτης ειδικός στην κατασκευή καλαποδιών … Dictionary of Greek
καλάποδας — κᾱλάποδας , καλάπους shoemaker s last masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)